Πέμπτη 26 Ιουνίου 2008

Oμιλία Νικόλαου Παπαδογιαννάκη

H ομιλία του κ.Νικόλαου Παπαδογιαννάκη, καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης, στην παρουσίαση που έγινε την Τετάρτη 25 Ιουνίου 2008, είναι η παρακάτω:



Ν. Ντακάκης, Η Αδελφότης των Στεναγμών

«Λέγεται πως τον παλιό καιρό (τούτη η πολιτεία) ακούστηκε στον κόσμο για το εμπόριό της, πως πρόκοψε στη ναυτωσύνη, γέννησε κιόλας δυο-τρείς καλούς ποιητάδες και ζωγράφους , πού ’ναι πάντα χρειαστοί για να βαστιέται τ’ όνομα ενός τόπου ακατάλυτο, όταν βουβαθούν τα παζάρια του κι οι ταρσανάδες ρημάξουν και τα καλήτερα παιδιά του κάμουν φύλλα και φτερά».

Κυρίες και Κύριοι,
Αυτά τα λόγια της πρώτης σελίδας από «Το Χρονικό μιας Πολιτείας» του Π. Πρεβελάκη θυμούμαι κάθε φορά που κάποιο τέκνο του Ρεθέμνους, παίρνοντας χαρτί και καλαμάρι αποφασίζει ν’ αφήσει - με πολλή γενναιότητα – τα πεζά και φθαρτά του κόσμου τούτου και να αναχθεί στην Απάνω Κρήτη της γραμματοσύνης∙ να κυοφορήσει και να γεννήσει ό,τι απομένει πέρα από τον οκνό καιρό της καθημερινότητας.
Σήμερα έχω τη χαρά να επιχειρήσω την παρουσίαση του έργου ενός τέκνου αυτής της πολιτείας, το οποίο, αν και η του βίου μέριμνα το κρατεί σφιχτοδεμένο επαγγελματικά με τα έωλα και πεζά, δοκιμάζει και ολοκληρώνει μια πτήση, μιαν απόδραση που δεν είναι φαινόμενο καθημερινό. Και ακόμη ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο: Αν και ο νεορρεαλισμός των τελευταίων δύο τουλάχιστον δεκαετιών στη πεζογραφία μας απαιτεί την χρήση μιας γλώσσας που εκτείνεται στην περιοχή των «ου φωνητών», προκειμένου το έργο να κινηθεί ανάμεσα στα «ευπώλητα», ο Νίκος Ντακάκης με ρεθεμνιώτικη σεμνότητα διατηρεί τις ισορροπίες….
Κι ακόμη ένα τρίτο: Ο Νίκος Ντακάκης με την πρώτη του εμφάνιση στον χώρο του μυθιστορήματος με το έργο «Όπως τ’ όνειρο», μας δίδει σε απόσταση αναπνοής, μόλις σε μια διετία το δεύτερο μυθιστόρημά του «Η Αδελφότης των Στεναγμών», που θα δοκιμάσω να σας παρουσιάσω απόψε ή τουλάχιστον τη δική μου ανάγνωση και πρόσληψη. Και το λέω έτσι, επειδή η αναφορά σ’ ένα έργο με παρόντα τον δημιουργό, παρουσιάζει επιπλέον δυσκολίες, αν θέλετε, και αναστολές. Δεδομένου, όμως, ότι το έργο τέχνης παρέχει πάντοτε την ελευθερία της προσωπικής ανάγνωσης – εντός ορίων πάντοτε – αποτελεί και ένα ισχυρό άλλοθι ώστε η δική μου ανάγνωση να μην θεωρηθεί ως πράξη βεβήλωσης η παραμόρφωσής του.
Με τις αρχικές αυτές σκέψεις προάγομαι στην παρουσίαση. Και αρχικά στη οριοθέτηση του χώρου και του χρόνου· χωρικά τα κυρίως δρώμενα αναπτύσσονται ανάμεσα σε δυο πόλεις, στη Χώρα (το Ρέθεμνος δηλ.) και τα Χανιά, με μερικότερες αναφορές και σκηνές στο Ηράκλειο, στο αλβανικό μέτωπο του ’40, στην Αθήνα της δικτατορίας, σ, ένα χωριό που δεν κατονομάζεται κοντά στο Ρέθυμνο και στην Αγιά-Φωτιά στα νότια του νομού.
Χρονικά η ιστορία του έργου καλύπτει την περίοδο από το τέλος του οθωμανικού ζυγού και της αρχή της Αυτονομίας (1898) μέχρι τους μετά τη Μεταπολίτευση (1974) χρόνους. Μια μακρά περίοδο με εξαιρετικά μεγάλους σταθμούς στην Νεώτερη Ιστορία της Ελλάδος και της Κρήτης.
Στο χωροχρονικό αυτό πλαίσιο αναπτύσσεται σε μια πλατιά τοιχογραφία η δράση των προσώπων που δομούν ή αποδομούν τη μοίρα τους· μια μοίρα που αυτοπροσδιορίζεται ως μερίδιο ευθύνης και ορίζει την εξέλιξη του έργου, αλλά και μια μοίρα ως προσδιοριστικό πλαίσιο εξωτερικών παραμέτρων, ως Ανάγκη, από την οποία τα πρόσωπα αυτά υποχρεωτικά ετεροπροσδιορίζονται.
Ο χρόνος της ιστορίας του έργου αφετηριακά είναι το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας στην Κρήτη. Οι τελευταίες επαναστάσεις που θα οδηγήσουν στην Αυτονομία είναι καθοριστικές και για τις αλλαγές στον οικονομικό άτλαντα της Νήσου Οι οικονομικά ισχυροί Οθωμανοί, διαισθανόμενοι τη επικείμενη αλλαγή στον πολιτικό χάρτη, μεριμνούν για τη μετακίνησή τους προς ασφαλέστερες περιοχές. Αποτέλεσμα των μετακινήσεων είναι η εκποίηση των περιουσιών και η οικονομική άνοδος των Χριστιανών. Νέοι ισχυροί οίκοι θεμελιώνονται. Είναι τα νέα τζάκια. Τα βλέπουμε να εμφανίζονται, από διαφορετική οπτική στο λογοτεχνικό έργο του Π. Πρεβελάκη και του Ανδρέα Νενεδάκη αντίστοιχα.
Στο μυθιστόρημα του Ντακάκη θα εμφανιστούν, ενδεδυμένα, βέβαια, όπως το απαιτεί το έργο με δυο ονόματα πλαστά. Ο Στέφανος Αλεξίου στα Χανιά και ο Αλκιβιάδης Κουταλάς στη Χώρα (το Ρέθεμνος). Χρυσικός ο πρώτος και με πολλά ακίνητα στην πόλη· με Εταιρεία Γενικού Εμπορίου ο δεύτερος και συνεργασία μάλιστα με της Διεθνή Εξαγωγική Εταιρεία του Απόστολου Κυριακού στο Δυρράχιο.
Σύμβολα της οικονομικής τους ισχύος είναι το αρχοντικό του πρώτου στην αριστοκρατική τότε περιοχή των Χανίων στα Δικαστήρια και την Μπόλαρη με τα νεοκλασικά και τους απέραντους κήπους, την νυν εκσυγχρονισμένη και αξιοποιημένη ως λεωφόρο Ηρώων Πολυτεχνείου με τις πολυκατοικίες. Ο Αλκιβιάδης Κουταλάς αντίστοιχα έχει το δικό του αρχοντικό στη Χώρα και το υποστατικό του, με ελαιόμυλους και αλευρόμυλους, σ’ ένα χωριό νότια της πολιτείας – παλιό μετόχι ενός Αγά, αγορασμένο από τον πατέρα του σε καλή τιμή και στην κατάλληλη στιγμή.
Η ευτυχία, όμως, και τα αγαθά του κόσμου τούτου δεν έχουν διάρκεια. Για να θυμηθούμε τον Εκκλησιαστή:
« òkodÒmhs£ moi o‡kouj,
™fÚteus£ moi ¢mpelînaj,
™po…hs£ moi k»pouj kaˆ parade…souj
kaˆ ™fÚteusa ™n aÙto‹j xÚlon p©n karpoà·
™po…hs£ moi kolumb»qraj Ød£twn
toà pot…sai ¢p' aÙtîn drumÕn blastînta xÚla·
™kths£mhn doÚlouj kaˆ paid…skaj,
Øpr p£ntaj toÝj genomšnouj
œmprosqšn mou ™n Ierousalήm·
sun»gagÒn moi ka… ge ¢rgÚrion kaˆ crus…on
™po…hs£ moi °dontaj kaˆ ­doÚsaj
kaˆ ™ntruf»mata uƒîn toà ¢nqrèpou
o„nocÒon kaˆ o„nocÒaj·
kaˆ ™megalÚnqhn kaˆ prosšqhka
par¦ p£ntaj toÝj genomšnouj
œmprosqšn mou ™n Ierousalhm·
κα`ι [ιδού τα πάντα ματαιότης).
Ολόκληρο το σκηνικό της ευτυχίας είναι επίπλαστο. Ο σ. μας προϊδεαζει, άλλωστε, με την ανάδρομη διάταξη της αφήγησης από την πρώτη σκηνή του έργου με την Αλεξάνδρα να έχει ακούσει το αποτρόπαιο μυστικό που συνδέει τις δυο δυναστείες.
Επανέρχομαι, όμως. Η πρώτη περιπέτεια («η είς τα εναντίον των πραττομένων μεταβολή», κατά τον Αριστοτέλη) κάνει την εμφάνισή της· ο Αλκιβιάδης Κουταλάς έχει περιπέσει «εις ύβριν»· έχοντας αίσθηση της οικονομικής του ισχύος, επιχειρεί μεγάλα οικονομικά άλματα. Η επιχείρησή του ναυαγεί μαζί με το ναυάγιο της «Ερατώς», του εμπορικού πλοίου, όπου είχε φορτώσει μαζί με το εμπόρευμα τις ελπίδες και τις φιλοδοξίες του για ένα άνοιγμα στις τότε ευρωπαϊκές οικονομικές προοπτικές. Ακολουθεί η αυτοκτονία του και η δυστυχία της οικογένειας με την εκποίηση της περιουσίας για την εξόφληση των χρεών. Η αρχόντισσα σύζυγός του η Άννα μπαίνει παραδουλεύτρα και ο γιος, ο μικρός Αντώνης γίνεται κουλουράς. Τότε θα συναντήσει τον Κώστα, τον μοναχογιό του Στέφανου Αλεξίου, διευθυντή της Γεωργικής Τράπεζας, που κι αυτός σέρνει τη δική του μοίρα· έχει γνωρίσει την ορφάνια (η μάνα του πέθανε στη γέννα), κι αν και τιμήθηκε, με το αριστείο ανδρείας για τον ηρωισμό του σε μάχη, στην Μικρασιατική εκστρατεία, έχασε, όμως, τον καλύτερο φίλο του τον Άγγελο. Τώρα διευθύνει τη Τράπεζα και επισκέπτεται το παράρτημα του Ρεθύμνου μια φορά την εβδομάδα Είναι χωρίς παιδιά και τα πλούτη και η καίρια θέση του δεν τον παρηγορούν. Βρισκόμαστε στα 1929. Η συνάντηση με τον Αντώνη θα είναι αποφασιστικής σημασίας για τον τελευταίο. Θα τον στηρίξει και θα τον μάθει να αποταμιεύει σε εμπόρευμα· να κάνει λάδι με τις οικονομίες του.
Με το ξέσπασμα του πολέμου ο Αντώνης βρίσκεται στο μέτωπο, με την Κρητική Μεραρχία. Εκεί θα γνωρίσει τον Μιχάλη Δημητράκη από την Αγιά Φωτιά. Όταν ο τελευταίος σκοτώνεται σε μάχη, ο Αντώνης αναλαμβάνει τη βαριά αποστολή να φέρει, μαζί με το θλιβερή αγγελία, τα προσωπικά αντικείμενα του σκοτωμένου στη γυναίκα του Μιχάλη, την Κατερίνα. Στη συνέχεια θα επιδοθεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής, με τα αποταμιευμένα προϊόντα στο εμπόριο. Είναι όμως ένα ήπιος μαυραγορίτης, αφού γνοιάζεται όλους εκείνους που δεν μπορούν να αγοράσουν και πεθαίνουν της πείνας. Με τον τρόπο αυτό εμφανίζεται «καθαρός» μετά την Κατοχή, αλλά και πλούσιος από την εμπορική του δραστηριότητα και καθίσταται, με προσεκτικά πάντοτε βήματα, ένα από τα πρώτα οικονομικά ονόματα στη Χώρα. Αγοράζει και αποκαθιστά το πατρικό αρχοντικό και το υποστατικό.
Στα επόμενα ο Αντώνης θα συναντήσει την Κατερίνα στο περίπτερο που η τελευταία έχει ανοίξει στη Χώρα. Η συνάντηση και οι επόμενες επισκέψεις στο περίπτερο θα καταλήξουν σε μια σχέση που η συνέχειά της θα είναι οι ερωτικές συνεντεύξεις τους στο ανακαινισμένο πατρικό αρχοντικό. Όταν, όμως η Κατερίνα αναφέρει την εγκυμοσύνη της, ο Αντώνης αρνείται κατηγορηματικά να την παντρευτεί. Η οικονομική και κοινωνική του επιφάνεια, ακόμη και οι βλέψεις του για την πολιτική – γι’ αυτό και οι τόσες κουμπαριές και φιλίες του στα χωριά – θεωρεί πως δεν θα ταίριαζαν σ’ έναν τέτοιο γάμο. Κάποια βραδιά μάλιστα την πετάει γυμνή στον δρόμο, για να τη βρεί και να την οδηγήσει στο σπίτι της ένας φιλεύσπλαχνος και εχέμυθος ταξιτζής. Τελικά ο Κώστας Αλεξίου αναλαμβάνει να υιοθετήσει το παιδί παρουσιάζοντάς το σαν δικό του. Είναι η Αλεξάνδρα που ανέφερα παραπάνω.
Ο Αντώνης, ωστόσο, κάνει ένα γάμο σύμφωνο με την κοινωνική του επιφάνεια Παντρεύεται την Αφροδίτη, κόρη του Χωρατάκη, λαδέμπορου στη Χώρα. Καρπό της ένωσης θα είναι ο Άλκης (Αλκιβιάδης). Γύρω στο ’70, φοιτητής στο Πανεπιστήμιο ο Άλκης, θα γνωρίσει υπό δραματικές συνθήκες την Αλεξάνδρα που σπουδάζει κι αυτή διακοσμητική,. Στρατευμένη η ίδια με τους αντιδικτατορικούς, πληροφοριοδότης αυτός με την αστυνομία. Τη δραματική βραδιά του Πολυτεχνείου ο Άλκης τραυματίζεται από αδέσποτη σφαίρα και η πονόψυχη Αλεξάνδρα τον μεταφέρει στο σπίτι της και καλεί γιατρό. Οι ημέρες της ανάρρωσης θα είναι και οι ημέρες της ανάπτυξης ποκίλων συναισθημάτων· εχθρικών απέναντι στον χαφιέ, θετικών απέναντι στον άλκιμον Άλκη. Δεν θα αργήσουν μάλιστα να φτάσουν να ετοιμάζουν τ’ αρραβωνιάσματα.
Ο αναγνώστης, ασφαλώς, διαπιστώνοντας τα φοβερά τελούμενα θα φρικιά, όπως αντίστοιχα και ο Αντώνης Κουταλάς, αλλά και ο σύντεκνός του ο Δημήτρης Γιωργάκης, που γίνεται αποδέκτης της εξομολόγησής του.
Ωστόσο, ο σ., που δεν θα ήθελε, όπως μου είπε, μια κάθαρση με καταστροφή των ηρώων, διαλέγει την ευριπίδεια λύση, με τον από μηχανής θεόν. Είχαμε εγκαταλείψει την Κατερίνα έγκυο και την συμφωνία μεταξύ του Κώστα Αλεξίου και του Αντώνη Κουταλά το παιδί να γεννηθεί ως παιδί του πρώτου, όπως και έγινε. Μετά την γέννηση της Αλεξάνδρας, η Κατερίνα, που δεν πίστεψε ποτέ ότι το παιδί της γεννήθηκε νεκρό, το αναζητεί με πάθος που καταλήγει στο ποτό και η ίδια σε κάποιο άσυλο, σχεδόν τρελή. Μεσολαβεί, μια παρέμβλητη σκηνή κατά την οποία η Κατερίνα τον πρώτο καιρό των συναντήσεων με τον Αντώνη εξαφανίζεται μεταβαίνοντας στην Αγιά Φωτιά. Εκεί την επισκέπτονται ένας μυστηριώδης μοναχός, ο Θεοφύλακτος, από τα μέρη του Ολύμπου και ο αδελφός του άντρα της ο Αποστόλης, που συλλέγουν δωρεές για το μοναστήρι και το φιλανθρωπικό έργο του. Ανήκουν στην Αδελφότητα των Στεναγμών. Εκεί στο σπίτι, στην Αγιά Φωτιά τελεσιουργείται ένας εξαγνισμός. Στην πραγματικότητα, όπως, ο μοναχός ρίχνει κάποιο φίλτρο στο καθαγιασμένο κρασί της τελετής και η Κατερίνα που το πίνει έχει παραισθήσεις και συνευρίσκεται με τον κουνιάδο της, τον Αποστόλη. Το διαπιστώνει την επομένη και όταν κατεβαίνει στη Χώρα ενδίδει, απρόσμενα για τον Αντώνη, στην πολιορκία του.
Αυτή η παρέμβλητη σκηνή παρουσιάζεται στην Αλεξάνδρα, όταν η τελευταία μετά την συνάντησή της με τον Αντώνη Κουταλά, τρέχει να βρει την Κατερίνα, τη μάνα της. Αυτήν που χρόνια τώρα προσμένει την Αμαλία της (έτσι είχε ονομάσει την Αλεξάνδρα που δεν γνώρισε ποτέ).
Ακολουθεί η αναγνώριση και η αποκάλυψη της αλήθειας, για να φθάσει πλέον η πλοκή στο εμφανώς αναμενόμενο αίσιο τέλος και τη αποκατάσταση «της παραδεδεγμένης τάξεως των πραγμάτων» για τον Άλκη και την Αλεξάνδρα, αλλά και για τον Αντώνη Κουταλά και την Κατερίνα, που τώρα πια είναι κι αυτός ελεύθερος, αφού «η Αφροδίτη, η παρδαλή η κόρη του Χωρατάκη» τον είχε αφήσει, για χάρη του φίλου της του φωτογράφου.
Η Αδελφότης των Στεναγμών είναι ένα κλασσικό μυθιστόρημα στα όρια του νεορεαλισμού, αλλά και στα χνάρια της παράδοσης που μας άφησε το μυθιστόρημα της Δεύτερης Σοφιστικής, που έχει διδάξει του αιώνες στο είδος του με μοτίβα πανάρχαια να αναδύονται στο έργο, όπως: Η πτώση του ισχυρού, ο χωρισμός των δύο ερωτευμένων με παρεμβαλλόμενα εμπόδια, το χαμένο παιδί και η επανεύρεσή του. Μοτίβα τα οποία κληρονομήθηκαν στην Αναγέννηση κα στη δική μας Κρητική Λογοτεχνία του ΙΖ΄αι.
Παρατηρείται γενικά ότι ο Ν. Ντακάκης στο έργο του επικεντρώνει την αφήγηση στους χαρακτήρες, στην ψυχοσύνθεση των προσώπων. Το ιστορικό περικείμενο, με τα τόσα κοσμοϊστορικής σημασίας γεγονότα, ιχνογραφείται σαν ένας στοιχειωδώς αναγκαίος καμβάς, που πολύ λίγο επηρεάζει την εξέλιξη των πραγμάτων· απλά αυτά υπάρχουν εκεί.
Η τελευταία δεκαετία πριν από την Αυτονομία είναι μόνο μια αναφορά, με αφορμή την αγοραπωλησία περιουσιών.
Η Μικρασιατική εκστρατεία και η καταστροφή είναι περιθωριακά. Αναφέρονται μόνο μέσω της ηρωϊκής πράξης του Κώστα.
Ο πόλεμος του ’40 παρουσιάζεται μόνο μέσα από τον θάνατο του Μιχάλη, η Αντίσταση μέσω της μη συμμετοχής του Αντώνη.
Το Πολυτεχνείο μόνο μέσω του χαφιεδισμού του Άλκη, και της αναφοράς στους περιστασιακούς φίλους και ομοϊδεάτες της Αλεξάνδρας και της αποστροφής τους προς τον Άλκη.
Όλα τα ιστορικά γεγονότα είναι εκεί μόνο μέσω των προσώπων. Θα έλεγα ακούγονται σαν κάποιες μακρινές ντουφεκιές. Παρόμοια περίπτωση μπορούμε να βρούμε στη Νεοελληνική Πεζογραφία στον Λουκή Λάρα του Δημητρίου Βικέλα.
Αυτή η εστίαση στα πρόσωπα κάνει και την περιγραφή της φύσης να έρχεται σε δεύτερη μοίρα.
Το αρχοντικό του Αλεξίου έχει ένα τεράστιο κήπο αλλά είναι μόνο ένα πλαίσιο.
Το υποστατικό του Αλκιβιάδη Κουταλά έχει ένα θαυμάσιο τοπίο, αλλά το γνωρίζουμε μόνο μέσω της εκτίμησης ενός εμπόρου: «Είναι όλο δικό σου;», αναφωνεί ο Απόστολος Κυριακού. Και σε μια περιγραφή του τοπίου του υποστατικού πάλι μπαίνουν τα οικονομικά μεγέθη. Το τοπίο μόλις που αναπνέει: «Έμεινε με το στόμα ανοικτό ο Απόστολος Κυριακού, μόλις πάτησε στην αυλή του σπιτιού. Είχαν φτάσει στην κορυφή του λόφου. Η θέα από κει πάνω ήταν μαγευτική. στα πόδια τους, στα βορινά, απλωνόταν ολόκληρη η πόλη κα στη συνέχεια φαινόταν η θάλασσα μπλε και άσπρη. Ανατολικά και δυτικά, όπου έφτανε το μάτι τους, λόφοι και λαγκαδιές γεμάτοι ελαιώνες».
Αυτή η εστίαση και η έμφαση στα οικονομικά μεγέθη είναι που δημιουργεί στον αναγνώστη και την αίσθηση της απαξίωσής τους. Οι κύριοι ήρωες του έργου δημιουργούν ένα έωλο οικοδόμημα, μια κλίμακα αξιών, η οποία γίνεται παγίδα που μέσα της πέφτουν τα ίδια, επιβεβαιώνοντας με τον τρόπο αυτό τους λόγους του Εκκλησιαστή που ανέφερα στην αρχή. Λυτρώνονται, μόνο όταν απαρνούνται τις κοινωνικές προκαταλήψεις και τα διαχωριστικά τείχη (όπως στο τέλος ο Αντώνης Κουταλάς απέναντι στην Κατερίνα), τα ιδεολογήματα και την στράτευση (όπως η Αλεξάνδρα απέναντι στον Άλκη και τους ιδεολογικούς συντρόφους της) και πορεύονται αγνοί, κεκαθαρμένοι και δεδιδαγμένοι στους αναβαθμούς του αληθινού έρωτα και της αγάπης.

Παρουσίαση στη Μονή Αρσανίου 25-06-2008



















Ο κ.Μιχάλης Τρούλης









Ο κ.Νικόλαος Παπαδογιαννάκης



Η κ. Ελπινίκη Νικολουδάκη-Σουρή




Ο Δήμαρχος Αρκαδίου κ. Μανόλης Μανωλακάκης


o κ.Δημήτρης Αετουδάκης

Ο συγγραφέας κ.Νίκος Ντακάκης






Τετάρτη 25 Ιουνίου 2008

ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ 25 Ιουνίου 2008


Το κυκλάμινο του βουνού ευχήθηκε

Να 'μουνα, λέει το κυκλάμινο του βουνού

Να ' μουνα και που να ' μουνα...
Ήθελα στο Σφακάκι!
Βιβλιοπαρουσίαση μη χάσω
του Νίκου του Ντακάκη! (κλεμένο)
Αμ' εγώ, θα πάω,
στο νέο του βιβλίο,
γιατί αν γίνει αλλιώς,
θα τα πάρω στο κρανίο! (Φάτη νε, Ντακάκη!)
Κι όλα τα σκάνδαλα, εδώ!
ΚΑΛΗ
ΕΠΙΤΥΧΙΑ, ΝΙΚΟ!
(πάρε, κόκκινο!)
ΥΓ. Και να 'μουνα λέει ηθοποιός...
και νέα...
και καλή...
θα έπαιζα τον ρόλο της Κατερίνας!
Ποτέ δεν ξέρεις, όμως!
Μπορεί να τον παίξει η κόρη μου!